διαβατάρης, -α, -ικο

διαβατάρης, -α, -ικο
ο διαβατάρικος, ο περαστικός, αυτός που δε μένει μόνιμα κάπου: Τα πουλιά που αποδημούν ονομάζονται και διαβατάρικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλαφροδιαβατάρης — ισσα και άρα, ικο αυτός που διαβαίνει, που προχωρεί με ελαφρό βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβατάρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”